- υπολήγω
- ΜΑ [λήγω]σταματώ κάτι για λίγο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… … Dictionary of Greek
συνυπολήγω — Μ παύω για λίγο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπολήγω «παύω, σταματώ για λίγο»] … Dictionary of Greek
υπόληξις — ήξεως, ἡ, Α [ὑπολήγω] το ακραίο τμήμα ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek